- λουναρία
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βρασσικίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lunaria < νεολατ. lunaria (< λατ. luna «σελήνη»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεληνίτις — η / σεληνῑτις, ίτιδος, ΝΑ νεοελλ. βοτ. παλαιότερη λόγια ονομασία τού γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λουναρία τής οικογένειας βρασσικίδες αρχ. το γνωστό με τη λόγια ονομασία γλήχωμα φυτό, ο χαμαίκισσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + επίθημα ῖτις… … Dictionary of Greek
Σταυρανθή — (Cruciferae). Οικογένεια ποωδών φυτών της τάξης των ροιαδωδών (δικοτυλήδονα). Χαρακτηρίζονται από τα άνθη τους, που έχουν τέσσερα ελεύθερα πέταλα, όμοια ή ελαφρά ανόμοια μεταξύ τους σε σταυροειδή διάταξη. Έχουν επίσης τέσσερα σέπαλα, έξι στήμονες … Dictionary of Greek